ὑπερθετικοῦ

ὑπερθετικοῦ
ὑπερθετικός
superlative
masc/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • έκαστος — η, ο (AM ἕκαστος, η, ον) (επιμεριστική αντων.) (σε αντίθεση με το σύνολο) 1. ο κάθε ένας χωριστά, ένας ένας 2. φρ. α) στον πληθ. έκαστοι όλοι και ένας ένας χωριστά β) «καθ εκάστην» (ενν. ημέρα) καθημερινά γ) «τα καθ έκαστο» ή «τα καθ έκαστα» οι… …   Dictionary of Greek

  • βέλτερος — βέλτερος, α, ον (ποιητ.) (Α) συγκρ. του αγαθός*. [ΕΤΥΜΟΛ. Του επίθ. αγαθός* υπάρχουν δύο διακεκριμένοι μορφολογικά τύποι συγκριτικού βαθμού (βελτίων και βέλτερος) καθώς και υπερθετικού (βέλτιστος και βέλτατος) που προσπάθησαν να τους συνδέσουν… …   Dictionary of Greek

  • πεπαίτατος — άτη, ον, Α ανώμαλος τ. υπερθετικού τού πέπω*. [ΕΤΥΜΟΛ. Ανώμαλος τ. υπερθετικού βαθμού τού πέπων, σχηματισμένος πιθ. κατ επίδραση τού πεπαίνω (πρβλ. παλαίτατος)] …   Dictionary of Greek

  • άλγιστος — ἄλγιστος, η, ον (Α) υπερθετικός βαθμός τού αλγεινός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄλγος ανώμαλος σχηματισμός υπερθετικού βαθμού τού επιθ. ἀλγεινὸς κατά τα: κάλλιστος (< κάλλος) και αἴσχιστος (< αἴσχος) πρβλ. και ἀλγίων] …   Dictionary of Greek

  • αρείων — ἀρείων ( ονος), ον (Α) (χρησιμοποιείται ως συγκριτικός του αγαθός πρβλ. άριστος) 1. ικανότερος, ισχυρότερος, ανώτερος ως προς τη σωματική δύναμη, την καταγωγή ή τον πλούτο 2. στη Μυκην. η λ. (aro2e και aro2a) προσδιορίζει ενδύματα και τροχούς… …   Dictionary of Greek

  • δεύτατος — δεύτατος, η, ον και δευτάτιος, α και η, ον (Α) τελευταίος, έσχατος («δεύτατος ἦλθεν... Ἀγαμέμνων»). [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. τού δεύτερος με επίθημα δηλωτικό τού υπερθετικού βαθμού] …   Dictionary of Greek

  • ιερολογιώτατος — ὁ προσαγορευτικός τίτλος διάκου ή θεολόγου. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. εμφανίζει τη μορφή υπερθετικού βαθμού ενός αμάρτ. επιθ. *ιερολόγιος και μαρτυρείται από το 1867 στον Κατάλογο Συνδρομών σε βιβλίο τού Δαν. Πετρούλια] …   Dictionary of Greek

  • καλλίων — καλλίων, κάλλιον (AM) ωραιότερος, καλύτερος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο συγκριτικός βαθμός καλλίων και ο υπερθετικός κάλλιστος τού επιθ. καλός εμφανίζουν θ. καλλ με διπλό λ , που είτε οφείλεται στον λεγόμενο «εκφραστικό αναδιπλασιασμό» (προσπάθεια τών ομιλητών… …   Dictionary of Greek

  • νέατος — (I) νέατος, άτη, ον και νειάτιος, ίη, ον, επικ. και ιων. τ. νείατος, αρκαδ. τ. νήατος, άτη, ον και συνηρ. νῆτος, η, ον (Α) 1. έσχατος, τελευταίος («τὰς νεάτας πλευράς», Ιπποκρ.) 2. κατώτατος, χαμηλότατος («οἱ δὲ Ζέλειαν ἔναιον ὑπαὶ πόδα νείατον… …   Dictionary of Greek

  • παν- — και παμ και παγ (ΑΜ παν και παμ και παγ ) α συνθετικό ονομάτων και ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουδέτερο παν (με ᾰ βραχύ) τού επιθ. πᾱς*. Το ν του α συνθετικού διατηρείται όταν το β συνθετικό αρχίζει από φωνήεν ή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”